- τρίσκελος
- -η, -ο, Ντρισκελής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισκελής, κατά τα επίθ. σε -ος(πρβλ. απρεπής: άπρεπος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρισκέλιο — το / τρισκέλιον, ΝΜ, και τρισκέλι Ν [τρίσκελος] εκκλ. φορητό αναλόγιο, πάνω στο οποίο τοποθετείται η εικόνα τού εορταζόμενου αγίου ή ένα από τα ιερά βιβλία τής Εκκλησίας, συνήθως το ευαγγέλιο, για προσκύνησή του από τους πιστούς … Dictionary of Greek